- μετασκευάζω
- (Α μετασκευάζω)μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώαρχ.1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι2. (το μέσ.) μετασκευάζομαιi) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλουii) ετοιμάζω τα πράγματά μου για να αναχωρήσωiii) ντύνομαι με διαφορετικά ενδύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. επι-σκευάζω, κατα-σκευάζω].
Dictionary of Greek. 2013.